κορυφαιος

κορυφαιος
    κορυφαῖος
    κορῠφαῖος
    I
    3
    верхний, крайний
    

κ. πῖλος Plut. (лат. apex) — шапка жрецов-фламинов (с апексом наверху)

    II
    ὅ
    1) предводитель, вождь, глава
    

(τῶν ἀνδρῶν Her.; περιπατητικῶν ὅ κορυφαιότατος Plut.)

    2) театр. начальник, руководитель
    

(τῶν χορευτῶν Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κορυφαιος" в других словарях:

  • Κορυφαῖος — head man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφαῖος — head man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… …   Dictionary of Greek

  • κορυφαίος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή. 2. ο ανώτατος όλων: Ήταν επιστήμονας από τους κορυφαίους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κορυφαιοτάτων — Κορυφαῖος head man fem gen superl pl Κορυφαῖος head man masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαιότατα — Κορυφαῖος head man adverbial superl Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαιότατον — Κορυφαῖος head man masc acc superl sg Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαῖον — Κορυφαῖος head man masc acc sg Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαίω — Κορυφαῖος head man masc/neut nom/voc/acc dual Κορυφαῖος head man masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαίων — Κορυφαῖος head man fem gen pl Κορυφαῖος head man masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαιοτάτη — Κορυφαῖος head man fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»